Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισδύω
1 εγγραφή
εισδύω [izδío] Ρ αόρ. εισέδυσα, απαρέμφ. εισδύσει : προχωρώ, μπαίνω μέσα (και βαθιά)· εισέρχομαι, εισχωρώ. || (μτφ.): Ο ποιητής εισδύει στα κατάβαθα της ψυχής.

[λόγ. < αρχ. εἰσδύνω με αποβ. του ν για να δείχνει πιο “αρχ.”]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες