Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισαγώγιμος
1 εγγραφή
εισαγώγιμος -η -ο [isaγójimos] Ε5 : για προϊόν, εμπόρευμα κτλ. που επιτρέπεται η εισαγωγή του.

[λόγ. < αρχ. εἰσαγώγιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες