Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειρωνικός
1 εγγραφή
ειρωνικός -ή -ό [ironikós] Ε1 : (για λόγο, έκφραση, συμπεριφορά) που έχει στόχο να ειρωνευτεί: Ειρωνική ερώτηση / απάντηση / διάθεση / στάση / συμπεριφορά / έκφραση. Ειρωνικό ύφος / χαμόγελο / μειδίαμα / γέλιο / βλέμμα· (πρβ. σαρκαστικός). ~ θαυμασμός / έπαινος. Ειρωνικά σχόλια. ειρωνικά & (λόγ.) ειρωνικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εἰρωνικός `ανειλικρινής΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. ειρωνεία· λόγ. < αρχ. εἰρωνικῶς `κοροϊδευτικά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες