Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ειρηνικός -ή -ό [irinikós] Ε1 : 1. που δε διαταράσσει την ειρήνη: Ειρηνική επίλυση / διευθέτηση των διεθνών διαφορών. || Ειρηνική επανάσταση. ANT ένοπλος. || ~ βίος. Ειρηνικά έργα. Ειρηνική χρήση της ατομικής ενέργειας. ANT πολεμικός. || που αγαπά, θέλει ή επιδιώκει την ειρήνη· ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός: ~ λαός. Ειρηνική πολιτική. ANT φιλοπόλεμος. 2α. που δεν εκτρέπεται σε βιαιότητες, που δεν προκαλεί αναταραχή: Ειρηνική διαδήλωση. || σε γεωγραφικούς όρους: Ειρηνικός Ωκεανός. β. που είναι σε κατάσταση ηρεμίας, ησυχίας κτλ.: Ειρηνικό τοπίο. 3. (εκκλ., ως ουσ.) τα ειρηνικά, αιτήματα που εκφωνούνται κατά τη Θεία Λειτουργία και εισάγονται με τη φράση «εν ειρήνη του Kυρίου δεηθώμεν».
ειρηνικά & (λόγ.) ειρηνικώς ΕΠIΡΡ με τρόπο ειρηνικό. [λόγ. < αρχ. εἰρηνικός· λόγ. ειρηνικ(ός) -ώς]