Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειρήσθω
1 εγγραφή
ειρήσθω [irísθo] Ρ : μόνο στη λόγια έκφραση ~ εν παρόδω*.

[λόγ. < αρχ. εἰρήσθω γ' εν. προστ. παθ. πρκ. του ρ. λέγω + φρ. ἐν παρόδῳ (δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες