Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειλικρινής
1 εγγραφή
ειλικρινής -ής -ές [ilikrinís] Ε10 : α.(για πρόσ.) που εκφράζει ό,τι πραγματικά σκέφτεται και αισθάνεται, που λέει την αλήθεια χωρίς να κρύβει κτ.: Θα σε ρωτήσω, αλλά θέλω να είσαι ~ μαζί μου. ~ άνθρωπος / χαρακτήρας, ευθύς. || που είναι ό,τι ακριβώς δείχνει: ~ φίλος. ~ σύμμαχος. β. (για συναισθηματική εκδήλωση, λόγο, συμπεριφορά κτλ.) που εκφράζει μια πραγματική συναισθηματική κατάσταση ή σκέψη και δεν κρύβει κτ. άλλο. ANT ανειλικρινής: Ειλικρινή συναισθήματα. Ειλικρινείς διαθέσεις. ~ φιλία / αγάπη, πραγματική, ανυπόκριτη, άδολη. Ειλικρινές ενδιαφέρον, πραγματικό. ANT υποκριτικό. ~ υπόσχεση. ANT ψευδής. ~ προσπάθεια / πρόθεση / επιδίωξη / υποστήριξη / συμπαράσταση. Ειλικρινείς φιλοφρονήσεις. Ειλικρινή συλλυπητήρια / συγχαρητήρια. || για τρόπο, ύφος κτλ. που δείχνει και πείθει ότι δεν υποκρίνεται ή δεν κρύβει κτ.: Ειλικρινές βλέμμα / ύφος. ~ έκφραση. ειλικρινά & (λόγ.) ειλικρινώς ΕΠIΡΡ με τρόπο ειλικρινή, μιλώντας με ειλικρίνεια: ~, (σας λέγω), δεν ξέρω τίποτα. ~, εύχομαι να επιτύχεις.

[λόγ. < ελνστ. εἰλικρινής, αρχ. σημ.: `όχι ανακατεμένος, καθαρός΄· λόγ. < ελνστ. εἰλικρινῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες