Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειλεός
1 εγγραφή
ειλεός ο [ileós] Ο17 : (ιατρ.) 1. το κατώτερο τμήμα του λεπτού εντέρου. 2. απόφραξη του εντέρου που προκαλείται από συστροφή του.

[λόγ. < αρχ. εἰλεός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες