Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικοσι-
1 εγγραφή
εικοσι- [ikosi] & (προφ.) εικοσ- [ikos], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο : α' συνθετικό σε παρασύνθετες λέξεις παράγωγες από απόλυτα αριθμητικά από το είκοσι ένα ως και το είκοσι εννέα: (είκοσι πέντε) ~πενταετία, (είκοσι τέσσερα) ~τετράωρο, εικοστετράωρο.

[λόγ. < αρχ. εἰκοσ(ι)- θ. του αριθμτ. εἴκοσι ως α' συνθ.: αρχ. εἰκοσι-ετής `εικοσαετής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες