Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικοσιτετράωρος
1 εγγραφή
εικοσιτετράωρος -η -ο [ikositetráoros] & εικοστετράωρος -η -ο [ikoste tráoros] Ε5 : α.που έχει διάρκεια είκοσι τεσσάρων ωρών: Εικοσιτετράωρη παραμονή / προθεσμία / παράταση. || Εικοσιτετράωρη απεργία, είκοσι τεσσάρων ωρών ή μιας εργάσιμης ημέρας· (πρβ. μονοήμερος): Aρχίζει απόψε τα μεσάνυχτα εικοσιτετράωρη απεργία. β. (ως ουσ.) το εικοσιτετράωρο, χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων ωρών ή ενός ημερονυκτίου, μιας ημέρας και μιας νύχτας: Tο φαρμακείο θα παραμείνει ανοιχτό όλο το ~. Tο πρώτο ~ μετά την εγχείρηση είναι πάντα κρίσιμο, οι πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες. Tαξιδεύαμε δύο ολόκληρα εικοσιτετράωρα, δύο ημερονύκτια, δύο μέρες και δύο νύχτες.

[λόγ. εικοσι- + τετρα- + ώρ(α) -ος κατά τα τετράγωνος, δωδεκάωρος σφαλερά αντί εικοσιτεσσάωρο μτφρδ. γαλλ. vingt-quatre heures· συγκ. του άτ. [i] μεταξύ [s] και [t] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες