Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικοσάλεπτος
2 εγγραφές [1 - 2]
εικοσάλεπτος 1 -η -ο [ikosáleptos] Ε5 : που διαρκεί είκοσι λεπτά: Εικοσάλεπτη ομιλία. Εικοσάλεπτη στάθμευση. || (ως ουσ.) το εικοσάλεπτο, χρονικό διάστημα είκοσι λεπτών: Επιστρέφω / θα έρθω σε ένα εικοσάλεπτο.

[λόγ. εικοσα- + λεπτ(όν) 2 -ος]

εικοσάλεπτος 2 -η -ο : (παρωχ.) που έχει αξία ίση με είκοσι λεπτά της δραχμής. || (ως ουσ.) το εικοσάλεπτο, νόμισμα αξίας είκοσι λεπτών· εικο σάρα1.

[λόγ. εικοσα- + λεπτ(όν) 1 -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες