Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ειδώλιο το [iδólio] Ο40 : (αρχαιολ.) μικρού μεγέθους ομοίωμα μορφής ανθρώπου, ζώου ή και αντικειμένου: Λίθινο / ξύλινο / πήλινο / φαγεντιανό ~. Nεολιθικό / μυκηναϊκό / πρωτοκυκλαδικό ~. Συμβολικά / λατρευτικά ειδώλια. Φυσιοκρατικά / σχηματοποιημένα / ζωόμορφα / αντρικά / γυναικεία ειδώλια.
[λόγ. είδωλ(ον) υποκορ. -ιον μτφρδ. γαλλ. statuette (σύγκρ. ελνστ. εἰδώλιον `ναός με είδωλο΄)]