Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνοσωτήριος
1 εγγραφή
εθνοσωτήριος -α / -ος -ο [eθnosotírios] Ε15 : που είναι σωτήριος για το έθνος: Εθνοσωτήρια απόφαση / πολιτική. Εθνοσωτήρια μέτρα. || (συνήθ. ειρ.): H ~ κυβέρνηση.

[λόγ. εθνοσωτηρ- (δες εθνοσωτήρας) -ιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες