Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνολόγος
1 εγγραφή
εθνολόγος ο [eθnolóγos] Ο18 θηλ. εθνολόγος [eθnolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στην εθνολογία.

[λόγ. < γαλλ. ethnologue < ethno(logie) = εθνο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες