Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνοκεντρικός
1 εγγραφή
εθνοκεντρικός -ή -ό [eθnokendrikós] Ε1 : που πηγάζει από τον εθνοκεντρισμό, που χαρακτηρίζεται από αυτόν: Εθνοκεντρική άποψη / αντίληψη / πολιτική. εθνοκεντρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αγγλ. ethnocentric < ethnocentr(ism) = εθνοκεντρ(ισμός) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες