Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνοκαπηλ
2 εγγραφές [1 - 2]
εθνοκαπηλεία η [eθnokapilía] Ο25α : η καπηλεία των εθνικών ιδεωδών, η εκμετάλλευσή τους για ίδιο όφελος.

[λόγ. εθνοκάπηλ(ος) -εία]

εθνοκάπηλος ο [eθnokápilos] Ο20 θηλ. εθνοκάπηλος [eθnokápilos] Ο36 : ως χαρακτηρισμός προσώπου που καπηλεύεται τα εθνικά ιδεώδη, που τα εκμεταλλεύεται για ίδιο όφελος.

[λόγ. εθνο- + κάπηλος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες