Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνικιστής
1 εγγραφή
εθνικιστής ο [eθnikistís] Ο7 θηλ. εθνικίστρια [eθnikístria] Ο27 : 1.αυτός που είναι τόσο απόλυτα αφοσιωμένος στα δικά του εθνικά ιδεώδη και αγωνίζεται με τόσο πάθος και φανατισμό για την επικράτησή τους, ώστε να εκδηλώνει μια συμπεριφορά περιφρόνησης και εχθρότητας προς άλλα έθνη· (πρβ. σοβινιστής, υπερπατριώτης): Bίαιες εκδηλώσεις φανατικών εθνικιστών σε βάρος της μειονότητας. 2. αυτός που αγωνίζεται για τα δικά του εθνικά ιδεώδη με πάθος, αλλά χωρίς να παύει να αναγνωρίζει και να σέβεται τα δίκαια άλλων εθνών· (πρβ. πατριώτης): Εθνικιστές συγκρούστηκαν με δυνάμεις των αποικιοκρατών. || (ως επίθ.): Εθνικιστές αντάρτες.

[λόγ. εθνικ(ισμός) -ιστής μτφρδ. αγγλ. nationalist ή γαλλ. nationaliste · λόγ. εθνικισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες