Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθιστικός
1 εγγραφή
εθιστικός -ή -ό [eθistikós] Ε1 : που προκαλεί εθισμό: Εθιστικές ουσίες.

[λόγ. εθισ- (εθίζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες