Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγωλάτρης
1 εγγραφή
εγωλάτρης ο [eγolátris] Ο10 : υπερβολικά και παθολογικά εγωιστής· εγωπαθής.

[λόγ. εγώ (κατά τη σημ. της λ. εγωιστής) + -λάτρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες