Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγωκεντρικός
1 item total
εγωκεντρικός -ή -ό [eγokendrikós] Ε1 : (για πρόσ. και συμπεριφορά, τρόπο κτλ.) που τον χαρακτηρίζει τάση εγωκεντρισμού: ~ χαρακτήρας. Εγωκεντρική αντίληψη του κόσμου. εγωκεντρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. égocentrique < λατ. ego `εγώ΄ + centr(e) < αρχ. κέντρ(ον) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go