Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγχειρώ
1 εγγραφή
εγχειρώ [enxiró] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) εγχειρίζω 1.

[λόγ. < αρχ. ἐγχειρῶ `παίρνω κτ. στο χέρι, επιδιώκω΄ κατά τη σημ. του εγχειρίζω 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες