Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγχαράσσω
1 εγγραφή
εγχαράσσω [eŋxaráso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) χαράζω κτ. με αιχμηρό όργανο επάνω σε σκληρή επιφάνεια (πέτρα, ξύλο, μέταλλο κτλ.).

[λόγ. < ελνστ. ἐγχαράσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες