Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκύκλιος
2 εγγραφές [1 - 2]
εγκύκλιος η [engíklios] Ο36 : γραπτή οδηγία, συνήθ. σχετική με την ερμηνεία και την εφαρμογή νόμου ή διατάγματος, η οποία αποστέλλεται από μια κεντρική αρχή συγχρόνως προς όλες τις υφιστάμενές της υπηρεσίες: Yπουργική / ερμηνευτική / τηλεγραφική ~. ~ του Yπουργείου Εσωτερικών προς τους νομάρχες. H εφαρμογή των εγκυκλίων είναι υποχρεωτική για τους δημόσιους υπαλλήλους. || (εκκλ.): Πατριαρχική ~. ~ της Iεράς Συνόδου. || (ως επίθ.): ~ επιστολή, ημιεπίσημη επιστολή που αποστέλλεται σε ορισμένο κύκλο προσώπων.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. εγκύκλιος σημδ. γαλλ. circulaire]

εγκύκλιος -ος / -α -ο [engíklios] Ε15 : (λόγ.) που έχει σχέση με τη γενική μόρφωση: ~ παιδεία. Εγκύκλιες σπουδές, που έχουν για αντικείμενό τους το σύνολο (ή τον κύκλο) των γνώσεων που πρέπει να κατέχει κάποιος για να μπορέσει να ασχοληθεί με έναν ειδικότερο γνωστικό τομέα· (πρβ. γενική παιδεία, βασική εκπαίδευση, βασικές σπουδές).

[λόγ. < ελνστ. ἐγκύκλιος (παιδεία), αρχ. σημ.: `στρογγυλός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες