Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκόλπιο το [eŋgólpio] Ο42 : 1.μικρό πλακίδιο με διακοσμητική, συμβολική, αναμνηστική κτλ. παράσταση, που κρεμιέται από το λαιμό στο στήθος με αλυσίδα· (πρβ. μενταγιόν): ~ επισκόπου, ωοειδούς σχήματος εικόνα της Παναγίας ή του Xριστού, ως διακριτικό του βαθμού του. 2. (παρωχ.) συνήθ. σε τίτλους βιβλίων μικρού σχήματος και με καθοδηγητικό, χρηστικό περιεχόμενο: Εγκόλπιο Ορθογραφίας.
[λόγ.: 1: μσν. εγκόλπιον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐγκόλπιος `του στήθους΄· 2: σημδ. γαλλ. vade-mecum]