Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκλείω
1 εγγραφή
εγκλείω [eŋglío] -ομαι Ρ αόρ. ενέκλεισα, απαρέμφ. εγκλείσει, παθ. αόρ. εγκλείστηκα, απαρέμφ. εγκλειστεί, μππ. εγκλεισμένος : (λόγ.) α. (για πρόσ.) περιορίζω κπ. μέσα σε κλειστό χώρο, συνήθ. για σωφρονιστικούς ή για θεραπευτικούς λόγους· κλείνω· (πρβ. φυλακίζω): Tον ενέκλεισαν σε σωφρονιστικό ίδρυμα / σε φρενοκομείο. β. (σπάν., για πργ.) εσωκλείω (σε φάκελο επιστολής ή σε ταχυδρομικό δέμα).

[λόγ. < αρχ. ἐγκλείω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες