Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκαυστική η [eŋgafstikí] Ο29 : η τεχνική της ζωγραφικής με χρώματα που έχουν διαλυθεί σε λιωμένο κερί και δουλεύονται με θερμασμένα ή πυρακτωμένα εργαλεία· κηρογραφία: H ~ επινοήθηκε μάλλον στην αρχαία Aίγυπτο και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Aρχαία ελληνική / ρωμαϊκή ~. Έργα / δείγματα εγκαυστικής.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκαυστική (ενν. τέχνη) ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ἐγκαυστικός]
- εγκαυστικός -ή -ό [eŋgafstikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκαυστική: Εγκαυστική τεχνική. Εγκαυστική ζωγραφική. Εγκαυστική παράσταση, που έχει γίνει με την τεχνική της εγκαυστικής. || για το ειδικό υλικό (μείγμα από χρωστική ουσία και κερί) που χρησιμοποιείται στην εγκαυστική: Εγκαυστικές ουσίες. Εγκαυστικά χρώματα.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκαυστικός]