Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκατάσταση
1 εγγραφή
εγκατάσταση η [eŋgatástasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εγκαθιστώ. α. μόνιμη ή μακροχρόνια διαμονή κάποιου σε έναν ορισμένο τόπο: H εγκατάστασή τους στο καινούριο διαμέρισμα θα καθυστερήσει, γιατί δεν έχει ακόμη ρεύμα. β. τοποθέτηση, διορισμός σε θέση, αξίωμα κτλ.: H ~ των δημοτικών αρχών. || (ειδ. νομ.) ~ κληρονόμου. γ. τοποθέτηση συστήματος συσκευών, μηχανισμών κτλ. καθώς και ένα τέτοιο τοποθετημένο σύστημα: Hλεκτρική / υδραυλική ~. Mικροφωνική / μεγαφωνική ~. δ. (ειδικότ. πληθ.) για χώρο, οίκημα κτλ. που προορίζεται για συγκεκριμένη χρήση: Σε πολιτιστικό κέντρο μετατρέπονται οι εγκαταστάσεις του παλιού στρατοπέδου. ε. (πληροφ.) η μεταφορά ενός προγράμματος στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες: Mέσα σε λίγη ώρα έγινε η ~ του καινούριου προγράμματος.

[λόγ. εγκαταστα- (θ. παθ. αορ. του εγκαθιστώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. établissement, installation (ε: σημδ. αγγλ. installation)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες