Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκατάλειψη
1 εγγραφή
εγκατάλειψη η [eŋgatálipsi] Ο32α : το να εγκαταλείπεται κάποιος ή κτ.: H ~ της συζυγικής στέγης αποτελεί λόγο διαζυγίου. Kατηγορείται για ~ των ανήλικων τέκνων της. H ~ της υπαίθρου θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για την οικονομία της χώρας. ~ πλοίου / σκάφους. H ~ θέσεως τιμωρείται με οριστική απόλυση.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκατάλειψις (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `υπόλειμμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες