Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκάθειρκτος
1 εγγραφή
εγκάθειρκτος -η -ο [eŋgáθirktos] Ε5 : (νομ.) που εκτίει ποινή κάθειρξης· (πρβ. φυλακισμένος, έγκλειστος, κρατούμενος).

[λόγ. < ελνστ. ἐγκάθειρκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες