Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγείρω [ejíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ήγειρα, απαρέμφ. εγείρει, παθ. αόρ. εγέρθηκα, απαρέμφ. εγερθεί : σε λόγιες εκφράσεις: ~ αξιώσεις, προβάλλω αξιώσεις· αξιώνω, διεκδικώ. ~ απαιτήσεις, προβάλλω απαιτήσεις, απαι τώ. || (νομ.) ~ αγωγή, κάνω αγωγή. || (στρατ.) ως παράγγελμα: εγέρθητι / εγέρθητε, σήκω, σηκωθείτε όρθιοι.
[λόγ. < αρχ. ἐγείρω `ξυπνώ κπ., ερεθίζω΄]