Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγγυημένος
1 εγγραφή
εγγυημένος -η -ο [engiiménos] Ε3 μππ. του εγγυώμαι : για πράγμα, συνήθ. εμπορεύσιμο είδος, του οποίου είναι γνωστή και επιβεβαιωμένη η καλή ποιότητά του, η ανθεκτικότητά του κτλ.: Mπορεί να πληρώσεις κάτι παραπάνω, αλλά ό,τι πάρεις θα είναι εγγυημένο. εγγυημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ηγγυημένος μππ. του αρχ. ρ. ἐγγυῶ `παρέχω ενέχυρο΄, μέσο ἐγγυοῦ μαι `δεσμεύομαι΄ με προσαρμ. στη δημοτ., μτφρδ. γαλλ. garanti]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες