Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγγραφή
2 εγγραφές [1 - 2]
εγγραφή η [eŋγrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εγγράφω. 1. η καταγραφή του ονόματος προσώπου σε (επίσημο) κατάλογο, συνήθ. ως πράξη που επισημοποιεί την ένταξή του σε ένα σύνολο. ANT διαγραφή: ~ συνδρομητών. Zήτησαν την ~ τους στο σύλλογο. Δικαίωμα / αίτηση / ημερομηνία εγγραφής. || (πληθ.): Δεν άρχισαν ακόμη οι εγγραφές στα σχολεία, η περίοδος των εγγραφών. Έναρξη / λήξη εγγραφών. 2. (λογιστ.) κάθε καταχώριση που γίνεται στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης, εταιρείας κτλ. 3. αναφορά γεγονότος, σκέψης κτλ. μέσα σε γραπτό κείμενο, βιβλίο: Hμερολογιακές εγγραφές. 4. αποτύπωση πληροφοριών ή σημάτων (οπτικών, ακουστικών) σε κατάλληλο φορέα με σκοπό τη διατήρηση ή την αναπαραγωγή τους: Kαλή / κακή / πρώτη ~ δίσκου, ηχογράφηση. 5. (μαθημ.) η ενέργεια του εγγράφω5, η χάραξη ενός γεωμετρικού σχήματος μέσα σε ένα άλλο.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐγγραφή· 2-4: κατά τις σημ. του εγγράφω· 5: ελνστ. σημ.]

έγγραφος -η -ο [éŋγrafos] Ε5 : 1.που γίνεται με έγγραφο, συνήθ. επίσημο: Έγγραφη κλήτευση μάρτυρος. Έγγραφη συμφωνία / καταγγελία. 2. (λόγ.) γραπτός. εγγράφως ΕΠIΡΡ: Συμφώνησαν ~. Δήλωσε ~ ότι παραιτείται.

[λόγ. < ελνστ. ἔγγραφος, ἐγγράφως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες