Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγγαστρίμυθος -η -ο [eŋγastrímiθos] Ε5 : που μπορεί να μιλά χωρίς να κινεί τα χείλη του και που δίνει την εντύπωση ότι η φωνή του προέρχεται από κάπου αλλού και όχι από αυτόν τον ίδιο. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἐγγαστρίμυθος `που προφητεύει με φωνή απ΄ την κοιλιά΄ σημδ. γαλλ. ventriloque]