Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εβαπορέ
1 εγγραφή
εβαπορέ [evaporé] Ε (άκλ.) : (για γάλα) που έχει υποβληθεί σε ειδική βιομηχανική επεξεργασία (αποστείρωση και αφαίρεση νερού με την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας), ώστε να μπορεί να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα: Δυο κουτιά γάλα ~. || (ως ουσ.) το εβαπορέ: Φέρε το ~ από το ψυγείο.

[λόγ. < αγγλ. evaporated milk κατά τη μορφή του συγγ. γαλλ. évaporé `εξατμισμένος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες