Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εβαπορέ [evaporé] Ε (άκλ.) : (για γάλα) που έχει υποβληθεί σε ειδική βιομηχανική επεξεργασία (αποστείρωση και αφαίρεση νερού με την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας), ώστε να μπορεί να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα: Δυο κουτιά γάλα ~. || (ως ουσ.) το εβαπορέ: Φέρε το ~ από το ψυγείο.
[λόγ. < αγγλ. evaporated milk κατά τη μορφή του συγγ. γαλλ. évaporé `εξατμισμένος΄]