Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: είρωνας
1 εγγραφή
είρωνας ο [íronas] Ο5 θηλ. είρωνας [íronas] : ως χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να ειρωνεύεται, δηλαδή να προσποιείται άγνοια ή να εκφράζει σκέψεις, συναισθήματα κτλ. λίγο ή πολύ διαφορετικά από τα πραγματικά του, για να περιπαίξει ή να χλευάσει άλλον: Aλαζόνες, είρωνες και σαρκαστές. || (ως επίθ.).

[λόγ. < αρχ. εἴρων, αιτ. -ωνα (δες στο είρων)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες