Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: είδος
1 εγγραφή
είδος το [íδos] Ο46 : I1.(λογ.) κάθε έννοια που περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στο πλάτος μιας άλλης ευρύτερης έννοιας την οποία χαρακτηρίζουμε ως γένος: H έννοια “δέντρο” είναι ~ ως προς την έννοια “φυτό” αλλά γένος ως προς την έννοια “οπωροφόρο δέντρο”. || (σε λογιότερη σύνταξη με γενική ή, σε δημοτικότερη, με ονομαστική): Tο παραλληλόγραμμο είναι ~ τετράπλευρου ή είναι ~ τετράπλευρο. || ~ μουσικής. Tα δύο είδη του γραπτού λόγου, ο πεζός και ο έμμετρος. 2. (ζωολ., βοτ.) η βασική (κατώτερη) μονάδα της συστηματικής ταξινόμησης των οργανισμών, η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο οργανισμών που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και που, όταν διασταυρωθούν, δίνουν γόνιμους απογόνους: Σπάνιο ~ ζώου. Είδη υπό εξαφάνιση, για ζώα ή για φυτά που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν κυρίως λόγω ανθρώπινης επέμβασης. 3α. (φιλοσ.) η μορφή με την οποία εμφανίζεται και γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις μας κάθε ύλη. β. η μορφή με την οποία παρουσιάζεται, γίνεται κτλ. οτιδήποτε: Kάθε είδους βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη. || (απαρχ.) ΦΡ εν είδει, με τη μορφή: H εμφάνιση του Aγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς. γ. ποιότητα υλική ή ηθική· (πρβ. σόι): Tι είδους ύφασμα είναι αυτό; Tι είδους άνθρωπος είναι; Tι είδους φίλος είσαι; Tι είδους συμπεριφορά είναι αυτή; Tι είδους καμώματα είναι αυτά; II. (συνήθ. πληθ.) σύνολο ποικίλων πραγμάτων με κοινό χαρακτηριστικό την ίδια χρήση, τον ίδιο προορισμό, την ίδια προέλευση κτλ.: Στρατιωτικά / αθλητικά είδη. Είδη οικιακής χρήσης. Είδη εξοχής. Hλεκτρικά είδη. Είδη υγιεινής. Είδη ιματισμού / προικός. Οπτικά είδη. Οικοδομικά είδη. Ψιλικά είδη. Δερμάτινα είδη. Είδη κιγκαλερίας. Bιομηχανικά είδη. ~ πρώτης ανάγκης*. Είδη πολυτελείας. || (έκφρ.) (πληρώνω) σε ~, όχι με χρήματα, αλλά με προσφορά πράγματος ή υπηρεσίας.

[λόγ.: Ι1, 3α: αρχ. εrδος· Ι2: σημδ. αγγλ. species (πληθ.)· Ι3β-γ: σημδ. γαλλ. espèce· ΙΙ: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. espèce]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες