Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόλωμα
1 εγγραφή
δόλωμα το [δóloma] Ο49 : 1. κομμάτι τροφής που τοποθετεί ο ψαράς στο αγκίστρι, για να προσελκύσει και τελικά για να πιάσει το ψάρι: Για ~ έβαλε σκουλήκια. Tο ψάρι τσίμπησε το ~, και ως ΦΡ για κπ. που παραπλανήθηκε και παγιδεύτηκε από κπ. άλλον. || τροφή που τοποθετείται σε παγίδα ζώων. 2. (μτφ.) πρόσωπο, αντικείμενο ή τέχνασμα που χρησιμοποιείται για να προσελκύσει και για να παγιδεύσει κπ.: H αστυνομία χρησιμοποίησε ως ~ νεαρή αστυνομικό, για να εξαρθρώσει το κύκλωμα των μαστρωπών. Mε ~ την ομορφιά της κατάφερε να τον κάνει υποχείριό της. Ρίχνει το ~ και κάτι θα πιάσει.

[δολώ(νω) -μα (πρβ. αρχ. δόλωμα `εξαπάτηση΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες