Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόκανο
1 εγγραφή
δόκανο το [δókano] Ο41 : 1. είδος παγίδας για τη σύλληψη ζώων, που αποτελείται από δύο μεταλλικά οδοντωτά σκέλη (σιαγόνες), που κλείνουν με ελατήριο και πιάνουν το ζώο συνήθ. από το πόδι: Πιάστηκε η αλεπού στο ~. Έστησε δόκανα στο δάσος. || (επέκτ.) κάθε είδος παγίδας. 2. (μτφ.) παγίδα, συνήθ. στις εκφράσεις πιάστηκε / έπεσε στο ~ / έστησε ~, για ύπουλες ενέργειες που έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια δύσκολη και αδιέξοδη κατάσταση, στην οποία ένας άνθρωπος βρίσκεται ξαφνικά μπλεγμένος: Έπεσε στο ~ της αστυνομίας. Πιάστηκε στο ~ της αγάπης.

[ελνστ. *δόκανον (πρβ. ελνστ. δοκάνη `διχαλωτός πάσσαλος για στήσιμο διχτυών΄, δόκανα τά `όρθιες παράλληλες μπάρες ενωμένες στις άκρες΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες