Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωδεκατημόριο
1 εγγραφή
δωδεκατημόριο το [δoδekatimório] Ο40 : (μαθημ.) το ένα από τα δώδεκα ίσα μέρη ενός όλου· δωδέκατο. || (οικον.) τα έσοδα και τα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού, που αναλογούν σε ένα μήνα.

[λόγ. < αρχ. δωδεκατημόριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες