Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυϊσμός ο [δiizmós] Ο17 : (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος διέπεται από δύο αντίθετες και ανεξάρτητες αρχές, το πνεύμα και την ύλη, το αγαθό και το κακό, την ελευθερία και την αναγκαιότητα. ANT μονισμός.
[λόγ. δύ(ο) -ισμός μτφρδ. γαλλ. dualisme]