Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσχεραίνω
1 εγγραφή
δυσχεραίνω [δisxeréno] -ομαι Ρ7.2 : δημιουργώ τις προϋποθέσεις για να γίνει κτ. δυσχερές, το δυσκολεύω: H κακοκαιρία δυσχεραίνει τη συγκοινωνία με τα ορεινά χωριά. H άρνησή του να συνεργαστεί δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

[λόγ. < ελνστ. δυσχεραίνω, αρχ. σημ.: `δυσανασχετώ΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες