Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσφαγία η [δisfajía] Ο25 : (ιατρ.) δυσκολία στην κατάποση, που οφείλεται σε βλάβες κυρίως του οισοφάγου· δυσκαταποσία.
[λόγ. < γαλλ. dysphagie < dys- = δυσ- + αρχ. φαγ- (τρώγω) -ie = -ία]