Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυστυχώ
2 εγγραφές [1 - 2]
δυστυχώ [δistixó] Ρ10.9α μππ. δυστυχισμένος* : είμαι δυστυχισμένος, ζω ζωή δυστυχισμένη. ANT ευτυχώ: Στα χρόνια της εχθρικής κατοχής η πατρίδα μας δυστυχούσε. Δυστύχησε στο γάμο της, έκανε ένα δυστυχισμένο γάμο. || (ειδικότ.) είμαι δυστυχισμένος εξαιτίας πολύ μεγάλης φτώχειας. ANT ευημερώ: Έμεινε άνεργος και η οικογένειά του δυστυχεί.

[λόγ. < αρχ. δυστυχῶ]

δυστυχώς [δistixós] επιρρ. τροπ. : ως έκφραση λύπης για κάποιο δυσάρεστο συμβάν. ANT ευτυχώς: H εγχείρηση, ~, απέτυχε. ~ δε θα μπορέσω να σε εξυπηρετήσω. ~ απέτυχες στις εξετάσεις.

[λόγ. < αρχ. δυστυχῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες