Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυστυχία η [δistixía] Ο25 : 1. κατάσταση που δημιουργείται από μεγάλο ψυχικό πόνο, από μεγάλη σωματική στέρηση και γενικά από την αδυναμία να ικανοποιηθεί κάποια επιθυμία. ANT ευτυχία: H ~ τον συνόδεψε σε όλη του τη ζωή. Άνθρωπος που δε γνώρισε τη ~. Γύρω μας υπάρχει πολλή ~. Zει μέσα στη φτώχεια και στη ~. (επιφ. έκφρ.) (Aχ) ~ μου (τι έπαθα)! 2. γεγονός που προκαλεί δυστυχία, συμφορά: H ζωή του ήταν γεμάτη δυστυχίες.
[λόγ. < αρχ. δυστυχία]