Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσπεπτικός -ή -ό [δispeptikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη δυσπεψία: Δυσπεπτικές εκδηλώσεις. 2. που υποφέρει από δυσπεψία: Δυσπεπτικό άτομο / παιδί.
[λόγ. < γαλλ. dyspeptique < dyspep(sie) = δυσπεπ- (δυσπεψία) -tique = -τικός]