Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσλειτουργώ [δisliturγó] Ρ10.9α : δε λειτουργώ καλά, παρουσιάζω φαινόμενα δυσλειτουργίας: Tα σχολεία / τα πανεπιστήμια δυσλειτουργούν.
[λόγ. δυσ- λειτουργώ μτφρδ. αγγλ. malfunction]