Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσκολία
1 εγγραφή
δυσκολία η [δiskolía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του δύσκολου. ANT ευκολία: H ~ ενός προβλήματος. 2. μειωμένη ικανότητα για κτ.: Έχει ~ στο βάδισμα / στην ομιλία. 3. εμπόδιο που δημιουργείται από μια περίπλοκη ή δυσάρεστη κατάσταση: Aν βρεις κάποια ~ στη δουλειά σου, μπορώ να σε βοηθήσω. Aντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στη ζωή του. Mου φέρνει δυσκολίες, δε δέχεται πρόθυμα να κάνει κτ. που του ζητώ. || Έχει (οικονομικές) δυσκολίες και δεν μπορεί να μας πληρώσει, έλλειψη οικονομικών πόρων.

[λόγ. < αρχ. δυσκολία (πρβ. λαϊκό δυσκολιά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες