Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσηλεκτραγωγός
1 εγγραφή
δυσηλεκτραγωγός -ός / -ή -ό [δisilektraγoγós] Ε16 : (φυσ.) για σώμα που είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού: Tο ξύλο είναι σώμα δυσηλεκτραγωγό.

[λόγ. δυσ- ηλεκτραγωγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες