Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσδιάλυτος
1 εγγραφή
δυσδιάλυτος -η -ο [δizδiálitos] Ε5 : για ουσία που δύσκολα διαλύεται σε υγρό. ANT ευδιάλυτος.

[λόγ. < αρχ. δυσδιάλυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες