Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσανεξία
1 εγγραφή
δυσανεξία η [δisaneksía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δεν μπορεί να ανεχθεί ορισμένες τροφές ή άλλες ουσίες: Παρουσιάζει ~ στο γάλα και στα γαλακτομικά προϊόντα.

[λόγ. δυσ- αρχ. ἀνεξ- (ἀνέχομαι) -ία μτφρδ. γαλλ. intolérance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες