Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυναστικός
1 εγγραφή
δυναστικός -ή -ό [δinastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δυναστεία ή με το δυνάστη: Δυναστικοί πόλεμοι.

[λόγ. < γαλλ. dynastique (στη νέα σημ.) < αρχ. δυναστικός `χαρακτηριστικός του δυνάστη, αυθαίρετος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες